αλή

αλή
(Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι προηγούμενοι τρεις ήταν ο Αμπού Μπακρ (632-634), ο Ομάρ (634-644) και ο Οθμάν ή Οσμάν (644-656). Την εκλογή του (656) αμφισβήτησε όμως η χήρα του Μωάμεθ, Αϊσά, και έτσι ο Α. επέβαλε την εξουσία του με τα όπλα. Μετά την αποκαλούμενη μάχη της καμήλας, συνέχισε τον αγώνα εναντίον του εμίρη της Δαμασκού, ο οποίος ανακηρύχθηκε τελικά χαλίφης, ενώ ο Α. δολοφονήθηκε (661) μέσα στο τζαμί της Κούφα. Από τότε, οι μουσουλμάνοι χωρίστηκαν σε δύο μερίδες: Σουνίτες και Σιίτες. Με το πέρασμα του χρόνου οι σιίτες περιέβαλαν με θρύλο την ιστορική μορφή του Α. και τον ανακήρυξαν όχι μόνο νόμιμο και αλάνθαστο αρχηγό της κοινότητας των πιστών –τίτλος που μεταβιβάστηκε στους απογόνους του– αλλά και άγιο, εκφραστή της καθολικής ψυχής και ημίθεο. Έτσι τιμάται μέχρι και σήμερα.
* * *
ἀλή, η (Α)
σε χρήση μόνο ο πληθυντικός ἁλαί*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἅλη — ἄλη , ἄλη wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄλη , ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἔλη , ἐλαύνω drive pres imperat act 2nd sg (epic doric) ἔλη , λάω 1 imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ἁλή — salt works fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλη — wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλῃ — ἄλη wandering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το …   Dictionary of Greek

  • ἁλῇ — ἅλλομαι sal fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἁλή salt works fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… …   Dictionary of Greek

  • Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς ή Αλήαγας — (18ος–19ος αι.).Διάσημος αγάς του Λάλα, γιος του αρχηγού των Λαλαίων και μεγαλύτερος αδελφός του Αλή Φαρμάκη, ο Α. ήταν ονομαστός για τα πλούτη του και την πολυτέλεια της κατοικίας του στον Λάλα. Στην υπηρεσία του είχαν προσληφθεί πολλοί Έλληνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”